- νεοκαθολικισμός
- ο1. τάση που εκπροσωπείται κυρίως από Γάλλους συγγραφείς τού 19ου αιώνα, οι οποίοι, επηρεασμένοι από την εξέλιξη τών επιστημών, θέλησαν να εισαγάγουν στον Ρωμαιοκαθολικισμό ιδέες φαινομενικά αντίθετες με τις παραδοσιακές2. πολιτική και πνευματική κίνηση που αναπτύχθηκε στις ρωμαιοκαθολικές χώρες και αποβλέπει στην τόνωση τού ρωμαιοκαθολικού δόγματος, γενικά, αλλά και τού αντίστοιχου τρόπου ζωής, ειδικότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neocatholicisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.